- μακιαβελικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιταλό πολιτικό και διανοητή τής εποχής τής Αναγέννησης Μακιαβέλι2. αυτός που είναι σύμφωνος με τις αρχές και το πνεύμα τού μακιαβελισμού3. δόλιος, ύπουλος, αδίστακτος4. ως ουσ. αυτός που εφαρμόζει το δόγμα τού Μακιαβέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακιαβέλι. Η λ., στον τ. μακιαβελλικός, μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.